- τέκμαρσις
- τέκμαρσιςjudging from signsfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τεκμάρσει — τέκμαρσις judging from signs fem nom/voc/acc dual (attic epic) τεκμάρσεϊ , τέκμαρσις judging from signs fem dat sg (epic) τέκμαρσις judging from signs fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέκμαρσιν — τέκμαρσις judging from signs fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέκμαρση — η / τέκμαρσις, άρσεως, ΝΜΑ [τεκμαίρομαι] η από βέβαια σημεία κρίση, η συναγωγή συμπεράσματος βάσει τεκμηρίων αρχ. 1. η ικανότητα στη συναγωγή συμπερασμάτων 2. διάγνωση με βάση ορισμένα συμπτώματα … Dictionary of Greek
τεκμάρσεων — τεκμάρσεω̆ν , τέκμαρσις judging from signs fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκμάρσεως — τεκμάρσεω̆ς , τέκμαρσις judging from signs fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)